Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oracolista  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [orakoˈlista]

1 προφήτης
2 ιερομάντης
3 μάντης
4 μαντευτής
5 ιεροσκόπος
6 χρησμολόγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  oracoleggiare oracolistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

opzione (θηλ.ουσ)
or (επίρ.)
ora (θηλ.ουσ)
ora (επίρ.)
oracoleggiare (ρ.αμτβ.)
oracolista (ουσ αρσ και θηλ.)
oracolistico (επίθ.)
oracolo (ουσ αρσ )
orafo (ουσ αρσ )
orafo (επίθ.)
orale (ουσ αρσ )
orale (επίθ.)
oralità (θηλ.ουσ)
oralmente (επίρ.)
oramai (επίρ.)
Orangismo (ουσ αρσ )
orangista (ουσ αρσ και θηλ.)
orango (ουσ αρσ )
orangutan (ουσ αρσ )
orangutano (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---