ItalianoGreco


opzióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [opˈtsjone]

1 επιλογή
2 εκλογή
3 δικαίωμα άσκησης προνομίου
4 ευχέρεια άσκησης δικαιώματος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z