ItalianoGreco


opulènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [opuˈlɛntsa]

1 υπερπολυτέλεια
2 χλιδή
3 αφθονία
4 τρυφή
5 ευπορία
6 πλούτος
7 ευμάρεια
8 ωραίες γυναικείες καμπύλες


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z