Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


opulènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [opuˈlɛntsa]

1 υπερπολυτέλεια
2 χλιδή
3 αφθονία
4 τρυφή
5 ευπορία
6 πλούτος
7 ευμάρεια
8 ωραίες γυναικείες καμπύλες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  opulento opunzia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

optogramma (ουσ αρσ )
optometria (θηλ.ουσ)
optometrista (ουσ αρσ και θηλ.)
optometro (ουσ αρσ )
opulento (επίθ.)
opulenza (θηλ.ουσ)
opunzia (θηλ.ουσ)
opuscolo (ουσ αρσ )
opzionale (επίθ.)
opzione (θηλ.ουσ)
or (επίρ.)
ora (θηλ.ουσ)
ora (επίρ.)
oracoleggiare (ρ.αμτβ.)
oracolista (ουσ αρσ και θηλ.)
oracolistico (επίθ.)
oracolo (ουσ αρσ )
orafo (ουσ αρσ )
orafo (επίθ.)
orale (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---