Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


opzionàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [optsjoˈnale]

1 προαιρετικός
2 επιλεκτικός
3 μη δεσμευτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  opuscolo opzione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

optometro (ουσ αρσ )
opulento (επίθ.)
opulenza (θηλ.ουσ)
opunzia (θηλ.ουσ)
opuscolo (ουσ αρσ )
opzionale (επίθ.)
opzione (θηλ.ουσ)
or (επίρ.)
ora (θηλ.ουσ)
ora (επίρ.)
oracoleggiare (ρ.αμτβ.)
oracolista (ουσ αρσ και θηλ.)
oracolistico (επίθ.)
oracolo (ουσ αρσ )
orafo (ουσ αρσ )
orafo (επίθ.)
orale (ουσ αρσ )
orale (επίθ.)
oralità (θηλ.ουσ)
oralmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---