Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόoptòmetro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [opˈtɔmetro] 1 όργανο μέτρησης οπτικής οξύτητας 2 οπτόμετρο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |