ItalianoGreco


òptimum  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɔptimum]

1 ευνοὶκότερη συνθήκη
2 καταλληλότερη κατάσταση
3 όπτιμουμ
4 το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z