Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


opprimènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [oppriˈmɛnte]

1 (persona) καταπιεστικός (-ή, -ό)
2 (caldo) εξαντλητικός (-ή, -ό)
3 (noia) αγχωτικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  oppressore opprimere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oppressivo (επίθ.)
oppresso (ουσ αρσ )
oppresso (επίθ.)
oppressore (ουσ αρσ )
oppressore (επίθ.)
opprimente (επίθ.)
opprimere (ρ. μτβ.)
oppugnabile (επίθ.)
oppugnare (ρ. μτβ.)
oppugnatore (αρσ. επίθ και ουσ)
oppugnazione (θηλ.ουσ)
oppure (σύνδ.)
opra (θηλ.ουσ)
oprare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
opsonina (θηλ.ουσ)
optare (ρ.αμτβ.)
optimum (ουσ αρσ )
optional (ουσ αρσ )
optogramma (ουσ αρσ )
optometria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---