Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oppugnazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [oppuɲɲatˈtsjone]

1 αμφισβήτηση
2 ένσταση
3 αναίρεση
4 ανασκευή
5 απόσειση
6 αντίκρουση
7 διεκδίκηση
8 απόκρουση (κατηγορίας)
9 διαπάλη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  oppugnatore oppure  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

opprimente (επίθ.)
opprimere (ρ. μτβ.)
oppugnabile (επίθ.)
oppugnare (ρ. μτβ.)
oppugnatore (αρσ. επίθ και ουσ)
oppugnazione (θηλ.ουσ)
oppure (σύνδ.)
opra (θηλ.ουσ)
oprare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
opsonina (θηλ.ουσ)
optare (ρ.αμτβ.)
optimum (ουσ αρσ )
optional (ουσ αρσ )
optogramma (ουσ αρσ )
optometria (θηλ.ουσ)
optometrista (ουσ αρσ και θηλ.)
optometro (ουσ αρσ )
opulento (επίθ.)
opulenza (θηλ.ουσ)
opunzia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---