ItalianoGreco


oppugnazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [oppuɲɲatˈtsjone]

1 αμφισβήτηση
2 ένσταση
3 αναίρεση
4 ανασκευή
5 απόσειση
6 αντίκρουση
7 διεκδίκηση
8 απόκρουση (κατηγορίας)
9 διαπάλη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z