Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oppugnàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [oppuɲˈɲabile]

1 ανασκευάσιμος
2 μαχητός
3 αντικρούσιμος
4 ευπρόσβλητος
5 αναιρέσιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  opprimere oppugnare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oppresso (επίθ.)
oppressore (ουσ αρσ )
oppressore (επίθ.)
opprimente (επίθ.)
opprimere (ρ. μτβ.)
oppugnabile (επίθ.)
oppugnare (ρ. μτβ.)
oppugnatore (αρσ. επίθ και ουσ)
oppugnazione (θηλ.ουσ)
oppure (σύνδ.)
opra (θηλ.ουσ)
oprare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
opsonina (θηλ.ουσ)
optare (ρ.αμτβ.)
optimum (ουσ αρσ )
optional (ουσ αρσ )
optogramma (ουσ αρσ )
optometria (θηλ.ουσ)
optometrista (ουσ αρσ και θηλ.)
optometro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---