Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oppósto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [opˈposto]

1 αντιξοότητα
2 αντίστροφη όψη
3 αντίθεση
4 το αντίθετο
5 ανάποδη όψη

oppósto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [opˈposto]

1 (contrario) αντίθετος
2 (di fronte) απέναντι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  opposizione oppressione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

opportunistico (επίθ.)
opportunità (θηλ.ουσ)
opportuno (επίθ.)
oppositore (ουσ αρσ )
opposizione (θηλ.ουσ)
opposto (ουσ αρσ )
opposto (επίθ.)
oppressione (θηλ.ουσ)
oppressivo (επίθ.)
oppresso (ουσ αρσ )
oppresso (επίθ.)
oppressore (ουσ αρσ )
oppressore (επίθ.)
opprimente (επίθ.)
opprimere (ρ. μτβ.)
oppugnabile (επίθ.)
oppugnare (ρ. μτβ.)
oppugnatore (αρσ. επίθ και ουσ)
oppugnazione (θηλ.ουσ)
oppure (σύνδ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---