Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


opponènte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [oppoˈnɛnte]

1 αντίζηλος
2 αντεραστής
3 ανταγωνιστής
4 αντίθετος
5 αντιμέτωπος
6 αντίπαλος
7 αντίμαχος

opponènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [oppoˈnɛnte]

1 αντιτιθέμενος
2 αντίθετος
3 ανταγωνιστικός
4 αντιτασσόμενος
5 υπεναντίος
6 πολέμιος
7 μετωπικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  oppiomania opponibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oppiato (επίθ.)
oppio (ουσ αρσ )
oppiomane (ουσ αρσ και θηλ.)
oppiomane (επίθ.)
oppiomania (θηλ.ουσ)
opponente (ουσ αρσ και θηλ.)
opponente (επίθ.)
opponibile (επίθ.)
opporre (ρ. μτβ.)
opporsi (ρ. μ. αμτβ.)
opportunamente (επίρ.)
opportunismo (ουσ αρσ )
opportunista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
opportunistico (επίθ.)
opportunità (θηλ.ουσ)
opportuno (επίθ.)
oppositore (ουσ αρσ )
opposizione (θηλ.ουσ)
opposto (ουσ αρσ )
opposto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---