Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


opòssum  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [oˈpɔssum]

ζώο didelphis virginiana


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  opoponaco opoterapia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

opistotono (ουσ αρσ )
opla, oplà (επιφ.)
oplita (ουσ αρσ )
oplite (ουσ αρσ )
opoponaco (ουσ αρσ )
opossum (ουσ αρσ )
opoterapia (θηλ.ουσ)
oppiaceo (επίθ.)
oppiare (ρ. μτβ.)
oppiato (ουσ αρσ )
oppiato (επίθ.)
oppio (ουσ αρσ )
oppiomane (ουσ αρσ και θηλ.)
oppiomane (επίθ.)
oppiomania (θηλ.ουσ)
opponente (ουσ αρσ και θηλ.)
opponente (επίθ.)
opponibile (επίθ.)
opporre (ρ. μτβ.)
opporsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---