Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόopoterapìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,ɔpoteraˈpia] 1 οποθεραπεία 2 θεραπεία με χρήση ζωικών οργάνων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |