Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


operànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [opeˈrante]

1 τελεσφόρος
2 εργαζόμενος
3 χειρουργικός
4 δυναμικός
5 λειτουργικός
6 ενεργητικός
7 ενεργός
8 δραστικός
9 αποτελεσματικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  operando operare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

operaio (ουσ αρσ )
operaio (επίθ.)
operaismo (ουσ αρσ )
operaistico (επίθ.)
operando (ουσ αρσ )
operante (επίθ.)
operare (ρ.αμτβ.)
operare (ρ. μτβ.)
operarsi (ρ.μ. (αντων.))
operatività (θηλ.ουσ)
operativo (αρσ. επίθ και ουσ)
operato (ουσ αρσ )
operato (επίθ.)
operatore (ουσ αρσ )
operatore (επίθ.)
operatorio (επίθ.)
operazionale (επίθ.)
operazione (θηλ.ουσ)
opercolato (αρσ. επίθ και ουσ)
opercolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---