Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόoperàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [opeˈrajo] ο εργάτης, η εργάτρια operàio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [opeˈrajo] εργατικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |