Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόòpera
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈɔpera] το έργο, η εργασία permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαle opere [θηλ. πλυθ.] buone = οι καλοσύνες [f.] || mettersi all'opera = στρώνομαι στη δουλειά || opera [θηλ.] d'arte = το καλλητέχνημα || opera [θηλ.] lirica = η όπερα, το μελόδραμα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |