Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


operàia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [opeˈraja]

1 εργάτρια
2 εργαζόμενη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  operabilità operaio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

opalino (αρσ. επίθ και ουσ)
op–art (θηλ.ουσ)
opera (θηλ.ουσ)
operabile (επίθ.)
operabilità (θηλ.ουσ)
operaia (θηλ.ουσ)
operaio (ουσ αρσ )
operaio (επίθ.)
operaismo (ουσ αρσ )
operaistico (επίθ.)
operando (ουσ αρσ )
operante (επίθ.)
operare (ρ.αμτβ.)
operare (ρ. μτβ.)
operarsi (ρ.μ. (αντων.))
operatività (θηλ.ουσ)
operativo (αρσ. επίθ και ουσ)
operato (ουσ αρσ )
operato (επίθ.)
operatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---