Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


opacizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [opaʧiddzatˈtsjone]

αδιαφανοποίηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  opacizzarsi opaco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oosfera (θηλ.ουσ)
oospora (θηλ.ουσ)
opacità (θηλ.ουσ)
opacizzare (ρ. μτβ.)
opacizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
opacizzazione (θηλ.ουσ)
opaco (επίθ.)
opale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
opalescente (επίθ.)
opalescenza (θηλ.ουσ)
opalina (θηλ.ουσ)
opalino (αρσ. επίθ και ουσ)
op–art (θηλ.ουσ)
opera (θηλ.ουσ)
operabile (επίθ.)
operabilità (θηλ.ουσ)
operaia (θηλ.ουσ)
operaio (ουσ αρσ )
operaio (επίθ.)
operaismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---