Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oospòra, oòspora  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,ɔosˈpɔra], [oˈɔspora]

ωοσπόριο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  oosfera opacità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oogenesi (θηλ.ουσ)
oogonio (ουσ αρσ )
oolite (θηλ.ουσ)
oolitico (επίθ.)
oosfera (θηλ.ουσ)
oospora (θηλ.ουσ)
opacità (θηλ.ουσ)
opacizzare (ρ. μτβ.)
opacizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
opacizzazione (θηλ.ουσ)
opaco (επίθ.)
opale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
opalescente (επίθ.)
opalescenza (θηλ.ουσ)
opalina (θηλ.ουσ)
opalino (αρσ. επίθ και ουσ)
op–art (θηλ.ουσ)
opera (θηλ.ουσ)
operabile (επίθ.)
operabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---