Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oolìtico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ooˈlitiko]

ο του οολίτη (ορυκτού)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  oolite oosfera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ooblasto (ουσ αρσ )
oocita (ουσ αρσ )
oogenesi (θηλ.ουσ)
oogonio (ουσ αρσ )
oolite (θηλ.ουσ)
oolitico (επίθ.)
oosfera (θηλ.ουσ)
oospora (θηλ.ουσ)
opacità (θηλ.ουσ)
opacizzare (ρ. μτβ.)
opacizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
opacizzazione (θηλ.ουσ)
opaco (επίθ.)
opale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
opalescente (επίθ.)
opalescenza (θηλ.ουσ)
opalina (θηλ.ουσ)
opalino (αρσ. επίθ και ουσ)
op–art (θηλ.ουσ)
opera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---