Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oocìta  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ooˈʧita]

ωοκύτταρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ooblasto oogenesi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ontologismo (ουσ αρσ )
ontologista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ONU (ακρ.)
onusto (επίθ.)
ooblasto (ουσ αρσ )
oocita (ουσ αρσ )
oogenesi (θηλ.ουσ)
oogonio (ουσ αρσ )
oolite (θηλ.ουσ)
oolitico (επίθ.)
oosfera (θηλ.ουσ)
oospora (θηλ.ουσ)
opacità (θηλ.ουσ)
opacizzare (ρ. μτβ.)
opacizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
opacizzazione (θηλ.ουσ)
opaco (επίθ.)
opale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
opalescente (επίθ.)
opalescenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---