Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ontologìsta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ontoloˈʤista]

οντολογιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ontologismo ONU  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ontogenesi (θηλ.ουσ)
ontogenetico (επίθ.)
ontologia (θηλ.ουσ)
ontologico (επίθ.)
ontologismo (ουσ αρσ )
ontologista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ONU (ακρ.)
onusto (επίθ.)
ooblasto (ουσ αρσ )
oocita (ουσ αρσ )
oogenesi (θηλ.ουσ)
oogonio (ουσ αρσ )
oolite (θηλ.ουσ)
oolitico (επίθ.)
oosfera (θηλ.ουσ)
oospora (θηλ.ουσ)
opacità (θηλ.ουσ)
opacizzare (ρ. μτβ.)
opacizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
opacizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---