Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

miscredènza (θηλ.ουσ) missilìstica (θηλ.ουσ)
miscùglio (ουσ αρσ ) missilìstico (επίθ.)
miseràbile (επίθ.) missìno (ουσ αρσ )
miserabilità (θηλ.ουσ) missìno (επίθ.)
miserabilménte (επίρ.) missionàrio (ουσ αρσ )
miseràndo (επίθ.) missionàrio (επίθ.)
miserère (ουσ αρσ ) missióne (θηλ.ουσ)
miserévole (επίθ.) Mississìppi (ουσ αρσ )
misèria (θηλ.ουσ) missìva (θηλ.ουσ)
misericòrde (επίθ.) mistagogìa (θηλ.ουσ)
misericòrdia (θηλ.ουσ) mistagògico (επίθ.)
misericordióso (επίθ.) mistagògo (ουσ αρσ )
mìsero (επίθ.) mistèrico (επίθ.)
misfàtto (ουσ αρσ ) misteriosaménte (επίρ.)
misirìzzi (ουσ αρσ ) misteriosità (θηλ.ουσ)
misogamìa (θηλ.ουσ) misterióso (επίθ.)
misoginìa (θηλ.ουσ) mistèro (ουσ αρσ )
misògino (αρσ. επίθ και ουσ) mìstica (θηλ.ουσ)
misoneìsmo (ουσ αρσ ) misticìsmo (ουσ αρσ )
misoneìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) misticità (θηλ.ουσ)
misoneìstico (επίθ.) mìstico (ουσ αρσ )
missàggio (ουσ αρσ ) mìstico (επίθ.)
missàre (ρ. μτβ.) mistificàre (ρ. μτβ.)
mìssile (ουσ αρσ ) mistificatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
mìssile (επίθ.) mistificazióne (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: