Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmìstico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈmistiko] Μύστης mìstico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈmistiko] 1 απόκρυφος 2 μυστηριακός 3 μυστηριώδης 4 μυστικιστής 5 υπερφυσικός 6 μυστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |