Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmistùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [misˈtura] 1 κράμα 2 μείγμα 3 ανακάτεμα 4 ανάμειξη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |