Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmisuràre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [mizuˈrare] μετριέμαι misuràre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [mizuˈrare] μετρώ misurarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [mizuˈrarsi] μετρώ τον εαυτό μου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |