Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mitézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [miˈtettsa]

1 μειλιχιότητα
2 συμβιβαστικότητα
3 μετριοπάθεια
4 ηπιότητα
5 πραότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mitemente miticizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

misuratore (ουσ αρσ )
misurazione (θηλ.ουσ)
misurino (ουσ αρσ )
mite (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mitemente (επίρ.)
mitezza (θηλ.ουσ)
miticizzare (ρ. μτβ.)
mitico (επίθ.)
mitigabile (επίθ.)
mitigamento (ουσ αρσ )
mitigare (ρ. μτβ.)
mitigarsi (ρ.μ. (αντων.))
mitigativo (επίθ.)
mitigatore (ουσ αρσ )
mitigatore (επίθ.)
mitigazione (θηλ.ουσ)
Mitilene (κύρ.όν. θηλ.)
mitilicoltore (ουσ αρσ )
mitilicoltura (θηλ.ουσ)
mitilo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---