Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mitilicoltùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,mitilikolˈtura]

1 μυτιλοτροφία
2 καλλιέργεια μυδιών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mitilicoltore mitilo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mitigatore (ουσ αρσ )
mitigatore (επίθ.)
mitigazione (θηλ.ουσ)
Mitilene (κύρ.όν. θηλ.)
mitilicoltore (ουσ αρσ )
mitilicoltura (θηλ.ουσ)
mitilo (ουσ αρσ )
mitizzare (ρ.αμτβ.)
mitizzare (ρ. μτβ.)
mitizzazione (θηλ.ουσ)
mito (ουσ αρσ )
mitocondriale (επίθ.)
mitocondrio (ουσ αρσ )
mitografia (θηλ.ουσ)
mitografo (ουσ αρσ )
mitologia (θηλ.ουσ)
mitologico (επίθ.)
mitologo (ουσ αρσ )
mitomane (ουσ αρσ και θηλ.)
mitomane (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---