Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmitigatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [mitigaˈtore] κατευναστής mitigatóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [mitigaˈtore] 1 κατευναστικός 2 καταπραϋντικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |