Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmitigazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [mitigatˈtsjone] 1 μετριασμός 2 ξαλάφρωμα 3 επικουρία 4 ανακούφιση 5 ελάφρυνση 6 καταπράυνση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |