Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mìtilo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmitilo]

1 μύδι γένους mytilus
2 μυτίλος
3 μύαξ
4 μύτιλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mitilicoltura mitizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mitigatore (επίθ.)
mitigazione (θηλ.ουσ)
Mitilene (κύρ.όν. θηλ.)
mitilicoltore (ουσ αρσ )
mitilicoltura (θηλ.ουσ)
mitilo (ουσ αρσ )
mitizzare (ρ.αμτβ.)
mitizzare (ρ. μτβ.)
mitizzazione (θηλ.ουσ)
mito (ουσ αρσ )
mitocondriale (επίθ.)
mitocondrio (ουσ αρσ )
mitografia (θηλ.ουσ)
mitografo (ουσ αρσ )
mitologia (θηλ.ουσ)
mitologico (επίθ.)
mitologo (ουσ αρσ )
mitomane (ουσ αρσ και θηλ.)
mitomane (επίθ.)
mitomania (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---