Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmìtilo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈmitilo] 1 μύδι γένους mytilus 2 μυτίλος 3 μύαξ 4 μύτιλος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |