Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mitigaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [mitigaˈmento]

1 ξανάσασμα
2 παρηγοριά
3 καθησύχαση
4 ξαλάφρωμα
5 περίθαλψη
6 ξεφούσκωμα
7 ξεφόρτωμα
8 ανασασμός
9 ανάσα
10 αλάφρωμα
11 βοήθεια
12 ενίσχυση
13 ελάφρυνση
14 ανακούφιση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mitigabile mitigare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mitemente (επίρ.)
mitezza (θηλ.ουσ)
miticizzare (ρ. μτβ.)
mitico (επίθ.)
mitigabile (επίθ.)
mitigamento (ουσ αρσ )
mitigare (ρ. μτβ.)
mitigarsi (ρ.μ. (αντων.))
mitigativo (επίθ.)
mitigatore (ουσ αρσ )
mitigatore (επίθ.)
mitigazione (θηλ.ουσ)
Mitilene (κύρ.όν. θηλ.)
mitilicoltore (ουσ αρσ )
mitilicoltura (θηλ.ουσ)
mitilo (ουσ αρσ )
mitizzare (ρ.αμτβ.)
mitizzare (ρ. μτβ.)
mitizzazione (θηλ.ουσ)
mito (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---