Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


misuratézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [mizuraˈtettsa]

1 μετριοπάθεια
2 μετριασμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  misuratamente misurato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

misurabilità (θηλ.ουσ)
misurare (ρ.αμτβ.)
misurare (ρ. μτβ.)
misurarsi (ρ.μ. (αντων.))
misuratamente (επίρ.)
misuratezza (θηλ.ουσ)
misurato (επίθ.)
misuratore (ουσ αρσ )
misurazione (θηλ.ουσ)
misurino (ουσ αρσ )
mite (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mitemente (επίρ.)
mitezza (θηλ.ουσ)
miticizzare (ρ. μτβ.)
mitico (επίθ.)
mitigabile (επίθ.)
mitigamento (ουσ αρσ )
mitigare (ρ. μτβ.)
mitigarsi (ρ.μ. (αντων.))
mitigativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---