Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mistificatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [mistifikaˈtore]

1 κατεργάρης
2 ξεγελαστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mistificare mistificazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

misticismo (ουσ αρσ )
misticità (θηλ.ουσ)
mistico (ουσ αρσ )
mistico (επίθ.)
mistificare (ρ. μτβ.)
mistificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
mistificazione (θηλ.ουσ)
mistilingue (επίθ.)
mistione (θηλ.ουσ)
misto (ουσ αρσ )
misto (επίθ.)
mistrà (ουσ αρσ )
mistral (ουσ αρσ )
mistura (θηλ.ουσ)
misura (θηλ.ουσ)
misurabile (επίθ.)
misurabilità (θηλ.ουσ)
misurare (ρ.αμτβ.)
misurare (ρ. μτβ.)
misurarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---