Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


misticìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [mistiˈʧizmo]

1 αποκρυφισμός
2 δόγμα που δέχεται ότι η τελειότητα κατορθώνεται με συνεχή διαλογισμό
3 αποκρυφολογία
4 τάση προς το μυστηριώδες
5 επιδίωξη μυστικότητας
6 μυστικισμός
7 μυστικοπάθεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mistica misticità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

misteriosamente (επίρ.)
misteriosità (θηλ.ουσ)
misterioso (επίθ.)
mistero (ουσ αρσ )
mistica (θηλ.ουσ)
misticismo (ουσ αρσ )
misticità (θηλ.ουσ)
mistico (ουσ αρσ )
mistico (επίθ.)
mistificare (ρ. μτβ.)
mistificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
mistificazione (θηλ.ουσ)
mistilingue (επίθ.)
mistione (θηλ.ουσ)
misto (ουσ αρσ )
misto (επίθ.)
mistrà (ουσ αρσ )
mistral (ουσ αρσ )
mistura (θηλ.ουσ)
misura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---