ItalianoGreco


mìsero  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈmizero]

1 μικροπρεπής
2 τσιγκούνικος
3 φιλάργυρος
4 μίζερος
5 άθλιος
6 ελεεινός
7 φτωχικός
8 κακομοίρης
9 κακόμοιρος
10 κακοδαίμων
11 δυστυχισμένος
12 έρημος
13 οικτρός
14 κουρελιάρικος
15 ξεσκισμένος
16 φθαρμένος
17 πανάθλιος
18 αχρείος
19 δυστυχής
20 αξιοθρήνητος
21 αγλύκαντος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---