Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


misoginìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [mizoʤiˈnia]

1 μισογυνισμός
2 μισογυνία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  misogamia misogino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

misericordioso (επίθ.)
misero (επίθ.)
misfatto (ουσ αρσ )
misirizzi (ουσ αρσ )
misogamia (θηλ.ουσ)
misoginia (θηλ.ουσ)
misogino (αρσ. επίθ και ουσ)
misoneismo (ουσ αρσ )
misoneista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
misoneistico (επίθ.)
missaggio (ουσ αρσ )
missare (ρ. μτβ.)
missile (ουσ αρσ )
missile (επίθ.)
missilistica (θηλ.ουσ)
missilistico (επίθ.)
missino (ουσ αρσ )
missino (επίθ.)
missionario (ουσ αρσ )
missionario (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---