Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmisfàtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [misˈfatto] 1 έγκλημα 2 αδίκημα 3 κακούργημα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |