Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


misèria  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [miˈzɛrja]

η αθλιότητα, η φτώχεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  miserevole misericorde  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

miserabilità (θηλ.ουσ)
miserabilmente (επίρ.)
miserando (επίθ.)
miserere (ουσ αρσ )
miserevole (επίθ.)
miseria (θηλ.ουσ)
misericorde (επίθ.)
misericordia (θηλ.ουσ)
misericordioso (επίθ.)
misero (επίθ.)
misfatto (ουσ αρσ )
misirizzi (ουσ αρσ )
misogamia (θηλ.ουσ)
misoginia (θηλ.ουσ)
misogino (αρσ. επίθ και ουσ)
misoneismo (ουσ αρσ )
misoneista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
misoneistico (επίθ.)
missaggio (ουσ αρσ )
missare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---