ItalianoGreco


miserabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [mizerabiliˈta]

1 κακοδαιμονία
2 μαγκουφιά
3 μιζέρια
4 κακομοιριά
5 αθλιότητα
6 δυστυχία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---