Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


miseràbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [mizeˈrabile]

1 οικτρός
2 ποταπός
3 μηδαμινός
4 μίζερος
5 τιποτένιος
6 φαύλος
7 ταλαίπωρος
8 τάλας
9 μαύρος
10 αξιολύπητος
11 δυστυχισμένος
12 άθλιος
13 ανάξιος
14 κακόμοιρος
15 κακορίζικος
16 ελεεινός
17 εξαθλιωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  miscuglio miserabilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

misconosciuto (επίθ.)
miscredente (ουσ αρσ και θηλ.)
miscredente (επίθ.)
miscredenza (θηλ.ουσ)
miscuglio (ουσ αρσ )
miserabile (επίθ.)
miserabilità (θηλ.ουσ)
miserabilmente (επίρ.)
miserando (επίθ.)
miserere (ουσ αρσ )
miserevole (επίθ.)
miseria (θηλ.ουσ)
misericorde (επίθ.)
misericordia (θηλ.ουσ)
misericordioso (επίθ.)
misero (επίθ.)
misfatto (ουσ αρσ )
misirizzi (ουσ αρσ )
misogamia (θηλ.ουσ)
misoginia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---