Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmiscredènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [miskreˈdɛntsa] 1 αθεΐα 2 απιστία 3 ψεύτικη ή λαθεμένη πίστη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |