Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


miseràndo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [mizeˈrando]

1 δυστυχής
2 θλιβερός
3 λυπηρός
4 αξιοθρήνητος
5 αξιοδάκρυτος
6 αξιολύπητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  miserabilmente miserere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

miscredenza (θηλ.ουσ)
miscuglio (ουσ αρσ )
miserabile (επίθ.)
miserabilità (θηλ.ουσ)
miserabilmente (επίρ.)
miserando (επίθ.)
miserere (ουσ αρσ )
miserevole (επίθ.)
miseria (θηλ.ουσ)
misericorde (επίθ.)
misericordia (θηλ.ουσ)
misericordioso (επίθ.)
misero (επίθ.)
misfatto (ουσ αρσ )
misirizzi (ουσ αρσ )
misogamia (θηλ.ουσ)
misoginia (θηλ.ουσ)
misogino (αρσ. επίθ και ουσ)
misoneismo (ουσ αρσ )
misoneista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---