Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


miscùglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [misˈkuʎʎo]

1 συγκέρασμα
2 φύρδην μίγδην
3 συνονθύλευμα
4 ανακατωσούρα
5 κυκεώνας
6 χαρμάνι
7 σύμφυρμα
8 κράμα
9 ανάμειξη
10 ανακάτεμα
11 συνδυασμός
12 μείγμα
13 κράση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  miscredenza miserabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

misconoscere (ρ. μτβ.)
misconosciuto (επίθ.)
miscredente (ουσ αρσ και θηλ.)
miscredente (επίθ.)
miscredenza (θηλ.ουσ)
miscuglio (ουσ αρσ )
miserabile (επίθ.)
miserabilità (θηλ.ουσ)
miserabilmente (επίρ.)
miserando (επίθ.)
miserere (ουσ αρσ )
miserevole (επίθ.)
miseria (θηλ.ουσ)
misericorde (επίθ.)
misericordia (θηλ.ουσ)
misericordioso (επίθ.)
misero (επίθ.)
misfatto (ουσ αρσ )
misirizzi (ουσ αρσ )
misogamia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---