ItalianoGreco


miscùglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [misˈkuʎʎo]

1 συγκέρασμα
2 φύρδην μίγδην
3 συνονθύλευμα
4 ανακατωσούρα
5 κυκεώνας
6 χαρμάνι
7 σύμφυρμα
8 κράμα
9 ανάμειξη
10 ανακάτεμα
11 συνδυασμός
12 μείγμα
13 κράση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---