ItalianoGreco


misirìzzi  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [misiˈrittsi]

1 ευμετάβλητος άνθρωπος
2 μπουλούκος
3 ανεμοδούρας
4 άνθρωπος όπου φυσά ο άνεμος
5 σαλτιμπάγκος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---