Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mìssile  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmissile]

ο πύραυλος, η ρουκέτα

mìssile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈmissile]

Πυραυλικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  missare missilistica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

misoneismo (ουσ αρσ )
misoneista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
misoneistico (επίθ.)
missaggio (ουσ αρσ )
missare (ρ. μτβ.)
missile (ουσ αρσ )
missile (επίθ.)
missilistica (θηλ.ουσ)
missilistico (επίθ.)
missino (ουσ αρσ )
missino (επίθ.)
missionario (ουσ αρσ )
missionario (επίθ.)
missione (θηλ.ουσ)
Mississippi (ουσ αρσ )
missiva (θηλ.ουσ)
mistagogia (θηλ.ουσ)
mistagogico (επίθ.)
mistagogo (ουσ αρσ )
misterico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---