Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmissionàrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [missjoˈnarjo] ο/η ιεραπόστολος missionàrio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [missjoˈnarjo] Ιεραποστολικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |