Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


miscredènte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [miskreˈdɛnte]

1 αθεὶστής
2 άθεος
3 αιρετικός άνθρωπος
4 άπιστος άνθρωπος

miscredènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [miskreˈdɛnte]

1 άπιστος
2 αιρετικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  misconosciuto miscredenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mischiarsi (ρ.μ. (αντων.))
miscibile (επίθ.)
miscibilità (θηλ.ουσ)
misconoscere (ρ. μτβ.)
misconosciuto (επίθ.)
miscredente (ουσ αρσ και θηλ.)
miscredente (επίθ.)
miscredenza (θηλ.ουσ)
miscuglio (ουσ αρσ )
miserabile (επίθ.)
miserabilità (θηλ.ουσ)
miserabilmente (επίρ.)
miserando (επίθ.)
miserere (ουσ αρσ )
miserevole (επίθ.)
miseria (θηλ.ουσ)
misericorde (επίθ.)
misericordia (θηλ.ουσ)
misericordioso (επίθ.)
misero (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---