ItalianoGreco


miscredènte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [miskreˈdɛnte]

1 αθεὶστής
2 άθεος
3 αιρετικός άνθρωπος
4 άπιστος άνθρωπος

miscredènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [miskreˈdɛnte]

1 άπιστος
2 αιρετικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---