Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


miscibilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [miʃʃibiliˈta]

Αναμειξιμότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  miscibile misconoscere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

miscellaneo (επίθ.)
mischia (θηλ.ουσ)
mischiare (ρ. μτβ.)
mischiarsi (ρ.μ. (αντων.))
miscibile (επίθ.)
miscibilità (θηλ.ουσ)
misconoscere (ρ. μτβ.)
misconosciuto (επίθ.)
miscredente (ουσ αρσ και θηλ.)
miscredente (επίθ.)
miscredenza (θηλ.ουσ)
miscuglio (ουσ αρσ )
miserabile (επίθ.)
miserabilità (θηλ.ουσ)
miserabilmente (επίρ.)
miserando (επίθ.)
miserere (ουσ αρσ )
miserevole (επίθ.)
miseria (θηλ.ουσ)
misericorde (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---