ItalianoGreco


mìschia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmiskja]

1 σπρωξίδι
2 συνωστισμός
3 μάλε βράσε
4 οχλαγωγία
5 ταραχή
6 ανακάτωμα
7 μπλέξιμο
8 συγκερασμός
9 ανακάτεμα
10 διαπληκτισμός
11 καβγάς
12 συμπλοκή
13 τσακωμός
14 διαμάχη
15 άρπαγμα
16 διαπλοκή
17 σύγκρουση
18 σύρραξη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---