Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mìschia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmiskja]

1 σπρωξίδι
2 συνωστισμός
3 μάλε βράσε
4 οχλαγωγία
5 ταραχή
6 ανακάτωμα
7 μπλέξιμο
8 συγκερασμός
9 ανακάτεμα
10 διαπληκτισμός
11 καβγάς
12 συμπλοκή
13 τσακωμός
14 διαμάχη
15 άρπαγμα
16 διαπλοκή
17 σύγκρουση
18 σύρραξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  miscellaneo mischiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

miscelatore (επίθ.)
miscelatura (θηλ.ουσ)
miscelazione (θηλ.ουσ)
miscellanea (θηλ.ουσ)
miscellaneo (επίθ.)
mischia (θηλ.ουσ)
mischiare (ρ. μτβ.)
mischiarsi (ρ.μ. (αντων.))
miscibile (επίθ.)
miscibilità (θηλ.ουσ)
misconoscere (ρ. μτβ.)
misconosciuto (επίθ.)
miscredente (ουσ αρσ και θηλ.)
miscredente (επίθ.)
miscredenza (θηλ.ουσ)
miscuglio (ουσ αρσ )
miserabile (επίθ.)
miserabilità (θηλ.ουσ)
miserabilmente (επίρ.)
miserando (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---